καθίδρυμα

καθίδρυμα
τὸ (Α καθίδρυμα) [καθιδρύω]
το αποτέλεσμα τού καθιδρύω, ίδρυμα
αρχ.
άγαλμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθιδρύματι — καθίδρυμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”